- ὑποιστός
- ὑποιστόςtolerablemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποιστός — ή, όν, ΜΑ υποφερτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἰστός*, ρηματ. επίθ. τού ρ. φέρω. Ο τ. αποτελεί το ρηματ. επίθ. τού ρ. ὑπο φέρω] … Dictionary of Greek
ὑποιστά — ὑποιστός tolerable neut nom/voc/acc pl ὑποιστά̱ , ὑποιστός tolerable fem nom/voc/acc dual ὑποιστά̱ , ὑποιστός tolerable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποιστόν — ὑποιστός tolerable masc acc sg ὑποιστός tolerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύποιστος — ἀνύποιστος, ον (Α) αφόρητος, ανυπόφορος, αβάσταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υποιστός (< υποφέρω) «υποφερτός, ανεκτός»] … Dictionary of Greek